- εξαλαώ
- ἐξαλαῶ, -όω (Α) [αλαώ]1. τυφλώνω, βγάζω τα μάτια κάποιου («υἱὸν φίλου ἐξαλαώσας»)2. βλάπτω τόσο ώστε να κάνω κάτι άχρηστο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαώ — ἀλαῶ ( όω) (Α) τυφλώνω, στραβώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαός. ΠΑΡ. αρχ. ἀλαωτύς. ΣΥΝΘ. αρχ. ἐξαλαῶ] … Dictionary of Greek